- ὁμαλότης
- ὁμαλότηςevennessfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὁμαλότητα — ὁμαλότης evenness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμαλότητας — ὁμαλότης evenness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμαλότητι — ὁμαλότης evenness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμαλότητος — ὁμαλότης evenness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομαλότητα — η (ΑΜ ὁμαλότης) [ομαλός] (ιδίως για επιφάνεια) η ιδιότητα τού ομαλού, το να είναι κάτι επίπεδο ή λείο, χωρίς εσοχές ή εξοχές, χωρίς ανωμαλίες («ὁμαλότης τοῡ ἐνόπτρου», Αριστοτ.) νεοελλ. πολιτική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ευρυθμία τού… … Dictionary of Greek
ՀԱՆԴԱՐՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0040 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 9c, 10c, 11c գ. ἠσυχία, ἑπιείκια tranquillitas, quies, silentium, modestia. Անդորրութիւն. անխռով վիճակ ըստ մարմնոյ եւ ըստ հոգւոյ. խաղաղութիւն. առանձնութիւն. լռութիւն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)